- γενεαλογικός
- -ή, -ό (AM γενεαλογικός, -ή, -όν)ο σχετικός με τη γενεαλογία ενός ατόμου ή μιας ομάδας οργανισμών («γενεαλογικός πίνακας», «γενεαλογικό δένδρο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενεαλογικός — genealogical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γενεαλογία: Γενεαλογικό δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενεαλογικά — γενεαλογικός genealogical neut nom/voc/acc pl γενεαλογικά̱ , γενεαλογικός genealogical fem nom/voc/acc dual γενεαλογικά̱ , γενεαλογικός genealogical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικῶν — γενεαλογικός genealogical fem gen pl γενεαλογικός genealogical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικόν — γενεαλογικός genealogical masc acc sg γενεαλογικός genealogical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικαῖς — γενεαλογικός genealogical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικαί — γενεαλογικός genealogical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικοῖς — γενεαλογικός genealogical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικοί — γενεαλογικός genealogical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλογικοῦ — γενεαλογικός genealogical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)